Σιβύλλας

Σιβύλλας
Σιβύλλᾱς , Σίβυλλα
one
fem acc pl
Σιβύλλᾱς , Σίβυλλα
one
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • Σίβυλλα — I Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Έζησε το 12o αι. μ.Χ. Κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου A’, παντρεύτηκε αρχικά το Γουλιέλμο Μομφερατικό, μετά το θάνατο του οποίου, παντρεύτηκε το δυνάστη Γουίδονα Λουζινιάν της Κύπρου, τον οποίο ανακήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαίδεκα — και πεδεκαίδεκα άκλ. 1. (ως απόλ. αριθμτ.) ποσό που αποτελείται από μια δεκάδα και πέντε μονάδες 2. (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεντεκαίδεκα (ενν. ἄνδρες) δεκαπέντε ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών τής Σίβυλλας. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ταραξάνδρα — ἡ, Α (ως ονομασία μιας Σίβυλλας) γυναίκα που σκανδαλίζει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. μέλλ. ταράξω, τάραξις) + ανδρα (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. καλεσ άνδρα] …   Dictionary of Greek

  • Αβέρνας, λίμνη — (Lacus Avernus).Λίμνη (0,55 τ. χλμ.) που σχηματίστηκε στον κρατήρα παλιού ηφαιστείου, στην περιοχή των Βαΐων της Καμπανίας, στην Ιταλία, με μέγιστο βάθος 34 μ. Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν Άορνο, επειδή οι αναθυμιάσεις θείου της περιοχής… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

  • Βαλδουίνος — I (Baldwin). Όνομα δύο Λατίνων αυτοκρατόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Β. Α’ (1171 1205). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1204 5). Κόμης της Φλάνδρας, από τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας (1202) και –μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης– ο… …   Dictionary of Greek

  • Βοημούνδος — (Bohemond). Εξελληνισμένο όνομα ηγεμόνων της Αντιόχειας και κομητών της Τρίπολης της Συρίας. 1. Β. Α’ (1050 – 1111). Ηγεμόνας της Αντιόχειας (1098 1104) και ένας από τους αρχηγούς της Α’ Σταυροφορίας. Πρωτότοκος γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου,… …   Dictionary of Greek

  • Κλαυδία — I Όνομαιστορικώνπροσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Εστιάδα (3ος αι. π.Χ.). Έγινε γνωστή από μία παράδοση που συνδέεται με τον Β’ Καρχηδονικό πόλεμο. Οι Ρωμαίοι, για να σωθούν από τον Αννίβα, αποφάσισαν να μεταφέρουν τον μαύρο λίθο της Πεσσινούντας… …   Dictionary of Greek

  • Κύμη — I Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Εύβοιας, στην περιοχή της σημερινής Καρυστίας. Άκμασε κατά την αρχαϊκή περίοδο, αλλά έχασε την αυτονομία της μετά την ήττα της στον πόλεμο με τους Χαλκιδείς. Υπήρξε, κατά την επικρατέστερη εκδοχή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”